Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ραψωδία τ Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Τὰ νίπτρα.

Η ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ PALAZZO MILZETTI GIANI  FELICE


Μὰ στὸ παλάτι ὁ θεϊκὸς ἀπόμεινε Ὀδυσσέας, μὲ τὴ θεὰ ἀναδεύοντας τὸ φόνο τῶ μνηστήρων,
κι αὐτὰ τοῦ γιοῦ του μίλησε τὰ φτερωμένα λόγια·“Ἀνάγκη μέσα τ' ἄρματα, ὦ Τηλέμαχε, νὰ θέσηςκι ὅταν ἐκεῖνοι θέλοντας νὰ ξέρουν, σὲ ρωτᾶνε, ἐσὺ μὲ λόγια μαλακὰ γλυκαποκοίμιζέ τους,
καὶ λέγε τους: —Ἀπ' τὸν καπνὸ τὰ πῆρα τὶ δὲν εἶναι σὰν ποὺ ὁ Δυσσέας τ' ἄφησε μισεύοντας στὴν Τροία, μόνε ἡ ἀχνίλα τῆς φωτιᾶς τὰ θόλωσε ἀπὸ τότες. Μὰ κι ἄλλο μεγαλύτερο βάζει στὸ νοῦ μου ὁ Δίας, μὴν τύχη καὶ σὲ μάλωμα σᾶς ρίξη τὸ μεθύσι, καὶ χτυπηθῆτε, κι ἀτιμιὰ στὴν προξενειά σας φέρτε, γιατὶ μονάχο του τραβάει τὸ σίδερο τὸν ἄντρα.”

Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ  Andrea Mantegna 1502 ΛΟΥΒΡΟ


Τότε ὁ Δυσσέας ξεκίνησε μὲ τὸ λεβέντη γιό του, καὶ μέσα κράνη φέρανε, κι ἀφαλωτὲς ἀσπίδες,
καὶ σουβλερὰ κοντάρια. Ὀμπρὸς ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα χρυσὸ λυχνάρι κράταγε, ποὺ ἔχυνε φῶς πανώριο.
“Θάμα 'ναι αὐτό, πατέρα μου, ποὺ βλέπω ἐδῶ ὀμπροστά μου· τριγύρω οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ, τὰ μεσοδόκια τὰ ὥρια, καὶ τὰ ἐλατένια τὰ δοκιὰ κι οἱ ἁψηλωμένοι οἱ στύλοι, ὅλα ἀναλάμπουν καὶ χτυποῦν στὰ μάτια μου σὰ φλόγες, Κάποιος Θεὸς κατέβηκε δῶ μέσα ἀπ' τὰ οὐράνια.”
Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τοῦ κρένει·
“Σώπα, τὸ νοῦ σου βάσταξε, καὶ μὴ ρωτᾶς τοῦ κάκου· τέτοια ἡ συνήθεια τῶν θεῶν ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Μόνε ἄμε ἐσὺ ν' ἀνεπαυτῆς, κι ἐγὼ ἐδῶ πέρα μνήσκω,τὶς δοῦλες καὶ τὴ μάνα σου νὰ κάμω νὰ μιλήσουν. Τὶ καθετὶς μὲ κλάματα θὰ μὲ ρωτήξη ἐκείνη.”


Τότες ἀπὸ τὸ θάλαμο κι ἡ Πηνελόπη φάνη, παρόμοια μὲ τὴν Ἄρτεμη καὶ τὴ χρυσὴ Ἀφροδίτη.
Ἀπ' τὰ παλάτια πρόβαλαν καὶ δοῦλες ἀσπροχέρες, ποὺ σήκωσαν τὰ φαγητὰ καὶ τὰ λαμπρὰ τραπέζια,
καὶ τὰ ποτήρια ποὺ ἔπιναν οἱ ἀγέρωχοι μνηστῆρες.
Κι ἔρριξαν χάμου τὶς φωτιὲς ἀπ' τοὺς φανοὺς, καὶ βάλαν ἄλλα περίσσια ἀπάνω τους ξύλα γιὰ φῶς καὶ ζέστα. Τότες ἀρχίζει ἡ Μελανθὼ ξανὰ μὲ τὸ Δυσσέα·“Ἀκόμα θὰ μᾶς τυραννῆς, ὦ ξένε, ἐδῶ τὴ νύχτα,
στὸ σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες νὰ ματιάζης; Σοῦ σώνουν, κακορίζικε, τὰ πὄφαγες, καὶ φεύγα,
Ἢ τάχα θὲς μὲ τὶς δουλειὲς νὰ πεταχτῆς στὸ δρόμο;”
 Καὶ λέει ἀγριοκοιτώντας την ὁ μέγας Ὀδυσσέας·
“Γιατί μὲ τόσο, ἀθεόφοβη, μὲ κατατρέχεις ἄχτι;
Τάχα πού 'μαι ἔτσι δὰ λερὸς καὶ φτωχικὰ ντυμένος, καὶ βγαίνω καὶ ψωμοζητῶ στῆς πείνας τὴν ἀνάγκη; Τέτοιοι 'ναι κεῖνοι ποὺ στὴ γῆς γυρίζουν καὶ ζητᾶνε.

Κατόπι τῆς κελάρισσας τῆς Εὐρυνόμης κρένει·
“Φέρε, Εὐρυνόμη, ἐδῶ θρονὶ μὲ τὴν προβιὰ ἀποπάνω, ὁ ξένος νὰ καθίση ἐκεῖ, νὰ λέη καὶ νὰ μ' ἀκούγη σὰν τοῦ μιλῶ, τί λαχταρῶ νὰ τὸν καλοξετάσω.”
Εἶπε, κι ἐκείνη πρόθυμα φέρνει σιμὰ καὶ στήνει σκαμνὶ καλοπελέκητο, μὲ τὴν προβειὰ ἀποπάνω.
Κάθισ' ἐκεῖ ὁ πολύπαθος κι ὁ θεῖος Ὀδυσσέας, κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη μ' αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζει·
“Ξένε, ἐγὼ πρῶτα πρῶτα αὐτὸ νὰ σὲ ρωτήξω θέλω·

Καὶ γύρισε ὁ πολύβουλος Δυσσέας καὶ τῆς εἶπε·
“Γυναίκα, ἐσένα δὲν μπορεῖ μήτε στῆς γῆς τὴν ἄκρη ψεγάδι νὰ σοῦ βρῆ θνητός. Ὡς τὰ οὐράνια ἐσένα
πηγαίνει ἡ φήμη σου· ὁ καλὸς παρόμοια βασιλέας φημίζεται σὰν κυβερνάη λαὸ πολὺ κι ἀντρεῖο,
μὲ δίκιο καὶ θεοφοβιά. Ἡ γῆς του βγάζει στάρι, τὰ δέντρα φέρνουνε καρπούς, τὰ πρόβατα πληθαίνουν, χαρίζει ψάρια ἡ θάλασσα, κι ὅλος ὁ κόσμος ἔχει καὶ πλούτια καὶ καλοτυχιὰ μὲ τὴν καλοδηγιά του.
 Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη τοῦ ἀπάντησε καὶ τοῦ εἶπε·
“Ὦ ξένε, ὅλες τὶς χάρες μου, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα, οἱ ἀθάνατοι μοῦ ἀφάνισαν ἀφότου στὴν Τρωάδα
μὲ τοὺς Ἀχαιοὺς ξεκίνησε ὁ ἄντρας μου ὁ Δυσσέας.
Ἄν τὴ ζωή μου ἐρχότανε νὰ διαφεντέψη ἐκεῖνος, κι ἡ δόξα μου θὰ πλήθαινε, κι ὅλα καλὰ θὰ βγαῖναν· τώρα ἔχω πίκρες· τὶ πολλὰ δεινὰ μοῦ φέρνει ἡ μοῖρα.

Τρεῖς χρόνους τοὺς κρυφόπαιζα, κι ἔτσι τοὺς ἔπειθα ὅλους· μὰ οἱ ἐποχὲς σὰν ἔφεραν τὸν τέταρτο τὸ χρόνο, καὶ τὰ φεγγάρια χάνονταν, καὶ πλήθαιναν οἱ μέρες, οἱ δοῦλες, σκύλες ἄπονες, μὲ πρόδωσαν, κι ἐκεῖνοι ἦρθαν καὶ μ' ἔπιασαν ἐδῶ, καὶ μοῦ βαριομιλῆσαν,
Καὶ τότες πιὰ μὲ τὸ στανιὸ τὸ τέλειωσα ἀπ' ἀνάγκη.

Οδυσσέας, ταπεινός ζητιάνος, πιάνει το χέρι της περίλυπης Πηνελόπης. Πίσω της ο Τηλέμαχος και δύο γέροντες, ο Λαέρτης και ο Εύμαιος («Μηλιακό» ανάγλυφο π. 460-450 π.Χ)

Ἤξερε ψέματα πολλὰ νὰ λέη μ' ἀλήθειες ὅμοια·
τ' ἄκουγ' ἐκείνη, κι ἔκλαιγε ὡσποὺ ἔλυωνε ἡ θωριά της.
Κι ὅπως ἀπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τὸ χιόνι λυώνει, ποὺ ὁ Ζέφυρος τὸ στοίβαξε καὶ τό 'λυωσε ὁ Σιρόκος, κι ὅσο αὐτὸ λυώνει, οἱ ποταμοὶ φουσκώνουν κι ὅλο τρέχουν, ἔτσι στὰ δάκρυα λυώνανε τὰ ὡραῖα μάγουλά της, σὰν ἔκλαιγε τὸν ἄντρα της ποὺ πλάγι της καθόταν.
Κι αὐτός, ὅσο κι ἂν ἔνιωθε τοῦ θρήνου της τὸν πόνο κράταε τὰ μάτια ἀσάλευτα σὰν κέρατο ἢ ἀτσάλι, τὰ δάκρυα καθὼς ἔκρυβε στὰ βλέφαρα μὲ τέχνη.
Κι ἐκείνη σάνε χόρτασε τὰ δάκρυα καὶ τὸ κλάμα, πάλε τοῦ ξαναμίλησε κι ἀπάντησέ του κι εἶπε·
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Joh. Heinrich Wilhelm Tischbein 1802 Landesmuseum Oldenburg


Καὶ νά, λοιπόν, ποὺ εἶναι καλά, καὶ θά 'ρθη ὅπου κι ἂν εἶναι, καὶ δὲν ἀργεῖ τοὺς φίλους του νὰ δῆ καὶ τὴν πατρίδα.Ὅρκο μεγάλο τώρα ἐδῶ σοῦ κάνω κι ἄκουσέ τον.Ὁ Δίας νά 'ναι μάρτυρας, τῶν θεῶν ὁ πρωτοστάτης, κι ἐτούτη ἡ στιὰ τοῦ θεόλαμπρου Ὀδυσσέα, ποὺ ἦρθα τώρα, πὼς ὅλ' αὐτὰ θὰ τελεστοῦν καθὼς ἐγὼ τὰ λέγω.
Μέσα στὸ χρόνο αὐτὸν ἐδῶ θὰ φτάση ὁ Ὀδυσσέας, τοῦτος ὁ μήνας ἅμα βγῆ, κι ἅμα πατήση ὁ ἄλλος.”

Εἶπε, καὶ πῆρε ὁλόλαμπρο τότ' ἡ γριὰ λεβέτι, καλὸ γιὰ ποδοπλύσιμο, κι ἔβαλε πολὺ κρύο
νερό, κατόπι καὶ ζεστό. Καὶ κάθισε ὁ Δυσσέας λίγο παράμερα τῆς στιᾶς, γερτὸς πρὸς τὸ σκοτάδι,
τὶ τοῦ 'ρθε φόβος ἄξαφνα μὴν τύχη καὶ γνωρίση τὸ λάβωμα του ψάχνοντας, καὶ ὅλα τὰ φανερώση.
Σιμώνει τότες ἡ γριὰ τὸ ρήγα της νὰ πλύνη, καὶ πλένοντάς τον ἔνιωσε τό λάβωμα ποὺ κάπρος
μὲ τ' ἄσπρο δόντι μιὰ φορὰ στὸ πόδι τοῦ 'χε ἀνοίξει, σὰν ἦρθε νέος στὸν Παρνασσό, τῆς μάνας του τὸν κύρη, τὸ δοξασμένο Αὐτόλυκο νὰ δῆ μὲ τὰ παιδιά του, πού 'τανε πρῶτος τῶν θνητῶν σὲ πονηριὲς καὶ σ' ὄρκους, τοῦ θεοῦ τοῦ Ἑρμῆ χαρίσματα τὶ εἶχε πολλὰ ἀπ' ἐκεῖνον καλὰ γιδιῶν κι ἀρνιῶν μεριὰ ὁ θεὸς Ἑρμῆς, καὶ πάντα μὲ ἀγάπη τὸν συνόδευε καὶ προθυμιὰ μεγάλη.

Αὐτὸ τὸ λάβωμα ἄγγιξε καὶ γνώρισε ἡ γριούλα, κι ἀφῆκε εὐτὺς τὸ πόδι του νὰ πέση, καὶ τὸ πόδι
μὲς στὸ λεβέτι γλίστρησε, καὶ βρόντηξε ὁ χαλκός του, Αὐτὸ τὸ λάβωμα ἄγγιξε καὶ γνώρισε ἡ γριούλα, κι ἀφῆκε εὐτὺς τὸ πόδι του νὰ πέση, καὶ τὸ πόδι μὲς στὸ λεβέτι γλίστρησε, καὶ βρόντηξε ὁ χαλκός του, Εἶσαι ὁ Δυσσέας, παιδάκι μου, καὶ δὲ σ' εἶχα γνωρίσει, παρὰ καλὰ σὰν ἔψαξα τοῦ ἀφέντη μου τὸ σῶμα.” Εἶπε, καὶ γύρισε ματιὰ κατὰ τὴν Πηνελόπη, νὰ φανερώση θέλοντας πὼς μέσα 'ναι ὁ καλός της.
Μὰ αὐτὴ νὰ δῆ δὲ δύνονταν ἀντίκρυ καὶ νὰ νιώση, τὶ ἡ Ἀθηνᾶ τῆς γύριζεν ἀλλοῦ τὸ λογισμό της.
Η ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΟΔΥΣΣΕΑ  Belle, Clément Louis Marie Anne 1760 Bayonne, Musée Bonnat

Μ' ἄκουσε τώρα τ' ὄνειρο ποὺ εἶδα, καὶ ξήγησέ το.
Εἴκοσι χῆνες θρέφω ἐδῶ μὲ τὸ βρεχτὸ σιτάρι, ποὺ χαίρουμαι νὰ τῖς θωρὼ καὶ νὰ τὶς καμαρώνω.
Μέγας ἀϊτὸς ἀπ' τὸ βουνὸ κατέβη ἀγκιστρομύτης, καὶ τὰ λαιμά τους ἔσπασε· νεκρὲς στρωθῆκαν ὅλες
μὲς στὰ παλάτια κι ὁ ἀϊτὸς ἀνέβη στοὺς αἰθέρες.
Κι ἐγὼ θρηνοῦσα κι ἔσκουζα μὲς στ' ὄνειρό μου τότες, καὶ γύρω οἱ ὡριοπλέξουδες Ἀχαιΐδες συναχτῆκαν, ἀπ' τὶς φωνές μου, ποὺ ὁ ἀϊτὸς μοῦ σκότωσε τὶς χῆνες.
Κι ἐκεῖνος ἦρθε κάθισε στὸ ξώστεγο ἀποπάνω· κι ἀνθρώπινα λαλώντας μου μὲ μπόδιζε νὰ κλαίγω·
“Θάρρος, τοῦ κοσμοξάκουστου τοῦ Ἰκάριου ὦ θυγατέρα· ἀλήθεια 'ναι, κι ὄχι ὄνειρο, καὶ ξάστερο θὰ σοῦ 'βγη. Οἱ χῆνες τοὺς μνηστῆρες σου σημαίνουν, κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν ὡς τώρα αϊτός, ὁ αντρας σου τώρα εἶμαι καἰ γυρίζω, νἀ δώσω τέλος φοβερὸ σὲ κάθε σου μνηστήρα.”
Εἶπε, κι ἐμένα μ' ἄφησε τοῦ ὕπνου ἡ γλύκα τότες, καὶ κοίταξα, κι ἀγνάντεψα τὶς χῆνες στὴν αὐλή μου, ποὺ ἔτρωγαν στάρι σὰν προτοῦ στὴ γούρνα τους τριγύρω.”

ΤΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ Salvador Dalí 

Ἔχουμε, ὦ ξένε, ὀνείρατα ζαβά, μὲ κούφια λόγια, κι ἀπ' ὅσα ὀνειρευόμαστε, σωστὰ δὲ βγαίνουν ὅλα.
Δυὸ θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τὰ ὄνειρα ἔχουν πάντα· μὲ κέρατο φτιαστὴ τὴ μιά, μὲ φιλντισὶ τὴν ἄλλη·
Ὅσα ὄνειρ' ἀπὸ τὸ φιλντισὶ τὸ πριονιστὸ διαβαίνουν, χαμένα εἶναι κι ἀνώφελα, καὶ τοὺς θνητοὺς γελᾶνε· πάλε ὅσα ἀπ' τὰ καλόξεστα τὰ κέρατα περάσουν, ἀληθινὰ τοῦ βγαίνουνε τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὰ βλέπει. Μὰ ἐμένα τὸ ἔρμο μου ὄνειρο δὲν πρόβαλε ἀποκεῖθε· πόση χαρὰ θὰ τό 'χαμε, κι ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου.
“Γυναίκα σεβαστὴ τοῦ γιοῦ τοῦ Λαέρτη, τοῦ Ὀδυσσέα, τέτοιον ἀγώνα μὴν ἀργῆς στοὺς πύργους σου νὰ βάλης· γιατὶ θά 'ναι ὁ πολύβουλος Δυσσέας ἐδῶ φτασμένος, πρὶν τὸ δοξάρι πιάνοντας αὐτοὶ τ' ὡριοφτιασμένο, τεντώσουνε τὴν κόρδα του, καὶ ρίξουν μὲς στ' ἀξίνια”.
Αὐτὰ εἶπε καὶ στὰ θεόλαμπρα τ' ἀνώγια της ἀνέβη, ὄχι μονάχη· οἱ βάγιες της μαζὶ κι αὐτὲς πηγαῖναν.
Κι ἀπάνω σὰν ἀνέβηκε στ' ἀνώγια μὲ τὶς βάγιες, τὸν ἀκριβό της ἔκλαιγε Δυσσέα ὡσότου ὕπνο
ἡ Ἀθηνᾶ τῆς στάλαξε γλυκὸ στὰ βλέφαρά της.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ Deutsch, Rudolph von ΒΕΡΟΛΙΝΟ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου