Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΡΑΨ. α Θεῶν ἀγορά. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία.
 
 
 



Το καράβι του Οδυσσέα έτοιμο πια, πήρε τη θέση του στη Μαρίνα του Φλοίσβου, με αυτόν τον τρόπο το Εθνικό Θέατρο επέλεξε να ενημερώσει το κοινό για την παράσταση της «Οδύσσειας» του Ομήρου .

 

Τον άνδρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο, και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων, κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του, για να σωθεί κι αυτός παλεύοντα και πίσω συντρόφους να φέρει κι όμως δεν τους γλύτωσε κι ας το ποθούσε τόσο τι απο τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι- οι ανλέμυαλοι, που τ'ουρανόδρομου τα βόδια εφάγαν Ηλιου, κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμου.
Για τούτα και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας κόρη θεικιά του Δία. ΟΔΥΣΣΕΙΑ α στιχ.1-9
 
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ CHATEAU DE COMPIEGNE , ATENIZEI THN ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ
Οι Αθάνατοι στου Ολύμπιου Δία το αρχοντοπάλατο βρισκόταν μαζεμένοι, και πρώτος μιλούσε των αθανάτων και των θνητών ο κυρης, καθώς τον Αίγιστο τον άψεγο θυμήθη, που εσκοτώθη απο τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα τον γιό τον ξακουσμένο.
"Πωπώ, με του θεούς τα βάζουνε πάντα οι θνητοί, πως τάχα τις συμφορές εμείς του στέλνουμε, μα κι οι αδικιές τους είναι που πάνω απ΄το γραφτό σε βάσανα τους ρίχνουν....."
 

Antonio Verrio (1636-1707) Assemblée des dieux sur le Mont Olympe 1693
Northampton, Museum and Art Gallerie

Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε
"Γιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος, για κείνον είναι ο πιο που ταίριαζε ξολοθρεμός αλήθεια, μακάρι να χανόταν όλοι τους που τέτοιες πράξεις κάνουν. Μα  καίγεται η καρδιά  μου, ως σκέφτομαι τον ανδρειανό Οδυσσέα, τον έρμο, χρόνια που παιδεύεται μακριά απο τους δικούς του σε ένα νησί, πούναι της θάλασσας το αφάλι, κυκλωμένο απο τα  κύματα,πολύδεντρο.θεά εκεί πάνω μένει, του Ατλαντα η κόρη του κακόγνωμου , ποὺ ξέρει
τῆς θάλασσας τὰ τρίσβαθα, καὶ μὲ μακριὲς κολῶνες
ἀπὸ τὴ γῆς τὸν οὐρανὸ φυλάει ξεχωρισμένο. Δικιά του η κόρη πουν τον άμοιρο κρατά. Στα σύθρηνα του να τον πλανέψει με τα λόγια της πασκίζει, την Ιθάκη για να του βγάλει απο τη θύμηση, κι εκείνος λαχταρώντας και μοναχά καπνό απο τον τόπο του να ιδεί ν΄ανηφορίζει ανέλπιδος ποθεί θάνατο..."
Κι ὁ  ὁ Δίας τῆς ἀποκρένεται συννεφομαζώχτης·“Τί λόγο ἀπὸ τ' ἀχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου ;
Ποιός τό 'πε ἐγὼ πὼς λησμονῶ τὸ θεϊκὸ Ὀδυσσέα, ποὺ πρῶτος εἶναι ἀπ' τοὺς θνητοὺς στὸ νοῦ καὶ στὶς θυσίες πρὸς τοὺς ἀθάνατους θεοὺς ποὺ ὁρίζουνε τὰ οὐράνια ;
Ὁ Ποσειδώνας εἶν' ὁ θεός, τῆς γῆς ὁ περιζώστης, ποὺ πάθος τοῦ ἔχει ἀνέσβεστο, τὶ χάλασε τὸ μάτι
τοῦ ἰσόθεου τοῦ Πολύφημου, τοῦ πρώτου τῶν Κυκλώπων στὴ δύναμη· τῆς Θόωσας εἶναι παιδί, τῆς νύφης, κόρης τοῦ Φόρκυνα, ἄρχοντα τοῦ ἀτρύγητου πελάγου, ποὺ ὁ Ποσειδώνας σὲ βαθειὲς σπηλιὲς ἀγκάλιασέ την. Ἀπὸ τὰ τότε ὁ σαλευτὴς τῆς γῆς ὁ Ποσειδώνας κι ἂ δὲν τόνε θανάτωσε, μὰ τὸν πλανάει στὰ ξένα τὸν Ὀδυσσέα. Ὅμως καιρὸς ἐμεῖς νὰ στοχαστοῦμε πὼς νά 'ρθη στὴν πατρίδα του· θὰ πάψη τὴν ὀργή του ὁ Ποσειδώνας· δὲν μπορεῖ στὸ πεῖσμα μας, κι ἀγνάντια τόσων ἀθάνατων αὐτὸς ν' ἀντισταθῆ μονάχος.”

Κι ἡ γαλανόματη ἡ θεὰ τοῦ ἀπολογήθη τότες·
“Πατέρα μας, τοῦ Κρόνου γιέ, τῶν βασιλιάδων πρῶτε, στοὺς τρισμακάριστους θεοὺς αὐτὸ ἂν ἀρέση τώρα, νὰ ξαναρθῆ στὸ σπίτι του ὁ παράξιος Ὀδυσσέας ὁ Ἀργοφονιὰς Ἑρμῆς ἂς πάη μηνύτορας δικός μας στῆς Ὠγυγίας τὸ νησί, γιὰ νὰ μηνύση ἀμέσωςτῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὴν ἄσφαλτη βουλή μας,
ὁ Ὀδυσσέας ὁ ἄτρομος στὴ γῆς του νὰ γυρίση. Ἐγὼ στὸ Θιάκι πάω, καρδιὰ περσότερη νὰ δώσω
τοῦ γιοῦ του ἐκεῖ, κι ἀπόφαση νὰ βάλω στὴν ψυχή του,νὰ πῆ τοὺς μακρομάλληδες Ἀχαιοὺς νὰ μαζωχτοῦνε, καὶ τοὺς μνηστῆρες ὁλονοὺς ν' ἀποκηρύξη ὀμπρός τους, ποὺ σφάζουν κι ὅλο σφάζουνε τὰ βοδοπρόβατά του.
Κατόπι στὴν ἀμμουδερὴ τὴν Πύλο καὶ στὴ Σπάρτη τὸν παίρνω, κι ἴσως τοῦ γονιοῦ τὸ γυρισμὸ ἐκεῖ μάθη,κι ἔτσι μᾶς βγάλη κι ὄνομα λαμπρὸ μὲς στοὺς ἀνθρώπους.”Εἶπε, καὶ σάνταλα ἔδεσε στὰ πόδια της πανώρια, ἀχάλαστα κι ὁλόχρυσα, ποὺ πεταχτὰ τὴ φέρνουν ἀπὸ στεριὲς καὶ θάλασσες σὰ φύσημα τοῦ ἀνέμου· πῆρε κοντάρι δυνατὸ μὲ μύτη ἀκονισμένη,βαρύ, μεγάλο καὶ στεριό· μὲ δαῦτο ἡρώους ἄντρες σωροὺς δαμάζει ἂν ὀργιστῆ τοῦ φριχτοῦ Δία ἡ κόρη.
Ἀπὸ του Ὀλὐμπου χύμιξε τὰ κορφοβούνια τότες στὸ Θιάκι, κι ὀμπρὸς στάθηκε στὶς θύρες του Ὀδυσσέα, πὰς στὸ κατώφλι τῆς αὐλῆς, κρατώντας στὴν παλάμη τὸ χάλκινο κοντάρι της, καὶ μοιάζοντας μὲ ξένο, τὸ Μέντορα τὸ βασιλιὰ τῆς Τάφος. Ἐκεῖ βρῆκε καὶ τοὺς μνηστῆρες τοὺς τρανούς· γλεντίζανε μὲ σκάκι ὀμπρὸς στὶς θύρες σὲ προβιὲς βοδιῶνε καθισμένοι,
ποὺ ἴδιοι τους τὰ σφάξανε· κι ὁλόγυρά τους πλῆθος παραστεκόνταν κήρυκες καὶ πρόθυμα κοπέλιαποὺ ἄλλοι μὲ τὸ κρασὶ νερὸ μὲς στὰ κροντήρια σμίγαν, ἄλλοι τραπέζια πλένανε μὲ τρυπητὰ σφουγγάρια, καὶ στρώνανέ τα· κι ἄλλοι τους τὰ κρέατα μοιράζαν.
  Κι ὁ θεόμορφος Τηλέμαχος τὴν εἶδε πρῶτος πρῶτος. Στὸ πλάγι τους καθότανε μὲ σπλάχνα ταραγμένα....

Λέει τότες ὁ Τηλέμαχος τῆς γαλανοματούσας  θεᾶς, κοντά της σκύβοντας, νὰ μὴν ἀκούσουν οἱ ἄλλοι·“Τάχα θὰ κρίνης ἄπρεπο τὸ τί θὰ πῶ, καλέ μου;
Αὐτοὶ στὸ νοῦ τους ἔχουνε κιθάρες καὶ τραγούδια,καὶ τί τοὺς μέλει; ξένο βιὸς ἀπλέρωτα μασᾶνε,
τοῦ ἀντροῦ ποὺ τ' ἄσπρα κόκκαλα μὲς στὶς βροχὲς σαπίζουν πὰς σὲ στεριὲς, ἢ στ' ἁρμυρὸ κυλιοῦνται ἴσως τὸ κῦμα.
Μιὰς νὰ τὸν ἔβλεπαν ἐκειὸν νὰ μπαίνη μὲς στὸ Θιάκι, καὶ θὰ παρακαλούσανε νά 'ναι ἀλαφροὶ στὰ πόδια   κάλλιο, παρὰ στὶς φορεσὲς καὶ στὰ χρυσάφια πλούσιοι.

Τότε ἡ Παλλάδα ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ λέει χολοσκασμένα·
“Ἀλλοίς, καὶ πόσο χρειάζεσαι τὸν Ὀδυσσέα κοντά σου,
ἐτούτους τοὺς ξεδιάντροπους μνηστῆρες νὰ βαρέση.Νὰ ἐρχόταν τώρα νὰ σταθῆ στοῦ παλατιοῦ τὶς πόρτες,μὲ ἀσπίδα, μὲ περίκρανο καὶ μὲ τὰ δυὸ κοντάρια,τέτοιος στήν ὄψη σὰν ποὺ ἐγὼ τὸν εἶδα πρῶτα πρῶτα σὰν ἔπινε καὶ γλέντιζε στὸ σπιτικὸ μας μέσα, ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ Μέρμερου γυρίζοντας, τὸν Ἴλο,τῆς Φύρας, πού μὲ πλοῖο γοργὸ ξεκίνησε, βοτάνι ζητώντας του θανατερό, ν' ἀλείψη τὶς χαλκένιες σαΐτες του· δὲν τοῦ 'δωσε, τὴ μάνητα φοβώντας ἐκεῖνος τῶν ἀθάνατων· ὁ γέρος μου ὅμως τότες τοῦ τό 'δωσε, ἀγαπώντας τον περίσσια· τέτοιος νά 'ρθη καὶ ν' ἀνταμώση ἐτουτουνοὺς ὁ Ὀδυσσέας, καὶ θά 'ναι ὅλων τὸ τέλος ξαφνικό, κι ὁ γάμος τους φαρμάκι."

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ , μπροστά ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, απο το μουσικαλ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ MARCO  KAI MASSIMO GRIEGObyby Marco & Massimo Grieco
 Marco & Massimo Grieco


Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράθηκε ἡ καρδιά τους, ἄλλα στὸ νοῦ τους εἴχανε οἱ μνηστῆρες· τὰ τραγούδια καὶ τὸ χορό, χαρίσματα τοῦ τραπεζιοῦ σὰν πού 'ναι· λαμπρὴ κιθάρα ὁ κήρυκας παράδωσε στὰ χέρια τοῦ Φήμιου, ποὺ μὲ τὸ στανιὸ τραγούδαε στοὺς μνηστῆρες,
Κι ἀπὸ τ' ἀνώγια ἀκούγοντας τὸ θεῖο αὐτὸ τραγούδι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη, τοῦ Ἰκάριου ἡ θυγατέρα,κατέβηκε τὶς ἁψηλὲς τοῦ παλατιοῦ τὶς σκάλες, μόνη της ὄχι· ἀντάμα της δυὸ βάγιες κατεβῆκαν.
Κι ἡ ζουλεμένη ἀρχόντισσα σὰν πῆγε στοὺς μνηστῆρες, πλάγι τοῦ στύλου στάθηκε τῆς δουλευτῆς τῆς στέγης σηκώνοντας στὴν ὄψη της τὸ λιόλαμπρο φακιόλι,μὲ τὶς παραστεκάμενες ἀπο τὰ δυὸ πλευρά της, καὶ κρένει τοῦ τραγουδιστῆ μὲ μάτια δακρυσμένα·“Φήμιε, ποὺ κι ἄλλα γνώριζες μαγευτικὰ τραγούδια, μ' ὅσα θνητοὺς κι ἀθάνατους δοξάζετε ἐσεῖς πάντα,
ἕν' ἀπ' αὐτὰ τραγούδα τους σιμά τους καθισμένος,κι αὐτοὶ ἂς σωποῦν κι ἂς πίνουνε· πάψ' τὸ τραγούδι ἐτοῦτο, τὸ θλιβερό, ποὺ τὴν καρδιὰ μοῦ σκίζει μὲς στὰ στήθια, γιατὶ σὰν ἄλληνα καμιὰ βαρὺς καημὸς μὲ δέρνει, κι ὁλημερὶς ἀνιστορῶ καὶ λαχταρῶ τὸν ἄντρα, ποὺ στὴν Ἐλλάδα ἡ δόξα του καὶ στ' Ἄργος ὅλο ἁπλώθη.”
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ Louis Jean François Lagrenée

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου